πολυπόδειος

πολυπόδειος
και επικ. τ. πουλυπόδειος, -ον, Α [πολύπους, -οδος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χταπόδι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυπόδειον
το κρέας τού χταποδιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυπόδεια — πολυπόδειος of a poulp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πουλυπόδειος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. πολυπόδειος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”